ακυρωτέος

ακυρωτέος
geçersizleştirilecek

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ευμετάτρεπτος — εὐμετάτρεπτος, ον (Α) 1. αυτός που πρέπει να ανακληθεί, ο ανακλητέος, ο ακυρωτέος 2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐμετάτρεπτον η εύκολη μετατροπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα τρέπω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”